θρυλητός

θρυλητός
θρυλητός, -ή, -όν (Μ) [θρυλώ]
αυτός που έχει διαδοθεί από πολλούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αειθρύλητος — ἀειθρύλητος, ον (Μ) αυτός για τον οποίο γίνεται πάντοτε λόγος, διάσημος, ονομαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θρυλητὸς < θρυλῶ] …   Dictionary of Greek

  • θρυλώ — (ΑΜ θρυλῶ, έω) (μέσ. παθ.) θρυλούμαι είμαι ή γίνομαι θέμα κοινής συζήτησης, φημολογούμαι, κοινολογούμαι νεοελλ. διαδίδω θρύλους, διασπείρω φήμες, διαλαλώ νεοελλ. μσν. (παθ. ως απρόσ.) θρυλείται θρυλούνται λέγεται λέγονται, διαδίδεται διαδίδονται …   Dictionary of Greek

  • πολυθρύλητος — η, ο / πολυθρύλητος και πολυθρύλλητος, ον, ΝΜΑ αυτός, γύρω από τον οποίο υπάρχουν πολλοί θρύλοι, ονομαστός («καὶ εἶμι πάλιν ἐπ ἐκεῖνα τὰ πολυθρύλητα», Πλάτ.). επίρρ... πολυθρυλήτως ΝΑ και πολυθρύλητα Ν με πολυθρύλητο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”